- ὀδύνω
- ὀδύνω, οῦ, ὁ (ὀδύνη) (ὀδύνομαι TestIss 7:5) be in pain Ro 8:22 v.l. (for συνωδίνω), perh. under influence of ὀδυνάω.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
ὀδυνῶ — ὀδυνάω cause pres imperat mp 2nd sg ὀδυνάω cause pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ὀδυνάω cause pres ind act 1st sg (attic epic ionic) ὀδυνάω cause pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) ὀδυνάω cause pres ind act 1st sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξοδυνώ — ἐξοδυνῶ, άω (Α) πονώ πάρα πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οδυνώ (< οδύνη)] … Dictionary of Greek
κατοδυνώ — κατοδυνῶ, άω (AM) (ενεργ και μέσ.) προκαλώ μεγάλη οδύνη, καταθλίβω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀδυνῶ «προξενώ λύπη σε κάποιον» (< ὀδύνη)] … Dictionary of Greek
οδυνώμαι — (Α ὀδυνῶμαι, άομαι και ιων. τ. ὀδυνῶμαι, έομαι και ενεργ. τ. ὀδυνῶ, άω) [οδύνη] νιώθω ισχυρό πόνο («ὡς οὐδὲν ἥδιον τοῡ παύσασθαι ὀδυνώμενον», Πλάτ.) αρχ. (το ενεργ.) προξενώ σε κάποιον μεγάλη λύπη, τόν κάνω να πονέσει … Dictionary of Greek
περιοδυνώμαι — άομαι, Α περιωδυνῶ. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ὀδυνῶ «θλίβω»] … Dictionary of Greek